- Σκίρωνα
- Σκί̱ρωνα , Σκίρωνwhich blew from the Scironian rocksmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OLYMPIAS — I. OLYMPIAS Alexandri M. mater, ex Philippo Macedonum Rege Filia Alexandri Epirotae. Ob huius superbiam maritus offensus, an ob adulterii suspicionem potius? aliam superinduxit: necis mariti causa credita; pugio enim, quô ille a Pausania… … Hofmann J. Lexicon universale
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
σκιρωνικός — ή, όν, Α [σκίρων, ωνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σκίρωνα 2. φρ. «Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης» η θάλασσα που βρίσκεται κοντά στις Σκιρωνίδες πέτρες … Dictionary of Greek
Γεράνεια — Βουνό (1.351 μ.) της νοτιοδυτικής Στερεάς Ελλάδας, στα όρια των νομών Αττικής και Κορινθίας, το οποίο εκτείνεται προς τα Δ στη λοφώδη χερσόνησο της Περαίας (σημερινής Περαχώρας). Είναι απότομο και αδιάβατο κατά το μεγαλύτερο μέρος, με ψηλότερες… … Dictionary of Greek
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
Λέλεξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πρώτος βασιλιάς της Λακωνικής, από τον οποίο η χώρα ονομάστηκε Λελεγία και οι κάτοικοί της Λέλεγες. Ήταν πατέρας του Ευρώτα, του Πολυκάονα και της Θεράπνης. 2. Βασιλιάς των Μεγάρων, επώνυμος ήρωας των Λελέγων,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek